παρακρυπτω

παρακρυπτω
    παρακρύπτω
    παρα-κρύπτω
    припрятывать, укрывать, скрывать Diod., Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παρακρυπτω" в других словарях:

  • παρακρύπτω — ΜΑ μέσ. παρακρύπτομαι κρύβομαι κοντά σε κάποιον αρχ. κρύβω κάτι κοντά σε κάποιον, αποκρύπτω κάτι …   Dictionary of Greek

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

  • παράκρυψις — ἡ, Α [παρακρύπτω] 1. απόκρυψη 2. αποσιώπηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»